-
1 организация
организация ж 1) (основание) η οργάνωση, η διοργάνωση 2) (объединение) η οργάνωση, ο οργανισμός· партийная \организация η κομματική οργάνωση· комсомольская \организация η οργάνωση του Κομσομόλпрофсоюзная \организация η συνδικαλιστική οργάνωση* * *ж1) ( основание) η οργάνωση, η διοργάνωση2) ( объединение) η οργάνωση, ο οργανισμόςпарти́йная организа́ция — η κομματική οργάνωση
комсомо́льская организа́ция — η οργάνωση του Κομσομόλ
профсою́зная организа́ция — η συνδικαλιστική οργάνωση
-
2 организация
организацияж1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:\организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό. -
3 организация
-и θ.1. οργάνωση,διοργάνωση• συγκρότηση, ίδρυση•научная организация труда επιστημονική οργάνωση εργασίας•
организация кружка συγκρότηση ομίλου.
2. βλ. организованность.3. οργανισμός, ιδιοσυγκρασία•человек со слабой-ей άνθρωπος με αδύνατο οργανισμό.
|| οργανωμένο σύνολο•партииная организация κομματική οργάνωση•
торговые -ии εμπορικές οργανώσεις.
-
4 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
5 профсоюзный
профсоюзный συνδικαλιστικός· \профсоюзныйая организация η συνδικαλιστική οργάνωση* * *профсою́зная организа́ция — η συνδικαλιστική οργάνωση
-
6 рационализация
рационализация ж η ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής* * *жη ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής -
7 союз
союз м 1) η ένωση· η συμμαχία (единство)· в \союзе с... σε συμμαχία με...· заключить \союз συνάπτω συμμαχία 2) (государственное объединение) η ένωση; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση 3) (общественная организация) η ένωση, η οργάνωση; профессиональный союз· το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο; \союз журналистов η ένωση δημοσιογράφων 4) гром. о σύνδεσμος* * *м1) η ένωση; η συμμαχία ( единство)в сою́зе... — σε συμμαχία με…
заключи́ть сою́з — συνάπτω συμμαχία
2) ( общественная организация) η ένωση, η οργάνωσηпрофессиона́льный сою́з — το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο
сою́з журнали́стов — η ένωση δημοσιογράφων
3) грам. ο σύνδεσμος -
8 государственность
государственн||остьж ἡ κρατική ὁργάνωση, ἡ ὁργάνωση σέ κράτος. -
9 первичный
перви́чн||ыйприл ἀρχικός, πρωτοβάθμιος:\первичныйая партийная организация ἡ πρωτοβάθμια κομματική ὁργάνωση, ἡ ὁργάνωση βάσης· \первичныйые породы геол. τά πρωτογενή ἐδάφη. -
10 рационализация
рационализ||ацияж ἡ ὁρθολογιστική ὁργάνωση, ἡ βελτίωση:\рационализацияа́ция производства ἡ ὁρθολογιστική ὁργάνωση τής παραγωγής, ἡ βελτίωση τής παραγωγής. -
11 постановка
-и θ.1. τοποθέτηση• σύγκριση.2. οικοδόμηση, χτίσιμο.3. ανέβασμα έργου στη σκηνή-σκηνοθεσία. || θέαμα, παράσταση.4. εγκατάσταση, τοποθέτηση, βάλσιμο•постановка памятника τοποθέτηση μνημείου.
5. βλ. постав.6. οργάνωση•правильная постановка σωστή οργάνωση.
-
12 устройство
-а ουδ.1. βλ. устроение.2. τακτοποίηση•устройство больного в санаторию τακτοποίηση του άρρωστου στο σανατόριο.
3. κατασκευή, συναπάρτιση• συνάρτιση.4. Ή καθιερωμένη τάξη, η οργάνωση, η συγκρότηση• σύστημα•общественное устройство η κοινωνική οργάνωση.
5. μηχανισμός, συσκευή•регулирующее устройство συσκευή ρύθμισης, ρυθμιστήρας.
-
13 НОТ
(Научная Организация Труда) η επιστημονική οργάνωση της εργασίας/πα-ραγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > НОТ
-
14 организация
1. (действие) η οργάνωση, η ίδρυση, η εγκαθίδρυση 2. (объединение, учреждение) το ίδρυμα, το καθίδρυμα, ο οργανισμόςгосударственная - ο κρατικός οργανισμός/φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > организация
-
15 постановка
1. (напр. вопроса, голоса и т.п.) η τοποθέτηση(напр. задачи) η διατύπωση2. (организация чего-л) η οργάνωση 3. театр. το ανέβασμα, η παράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постановка
-
16 построение
1. (процесс, результат) η κατασκευή(строение структура) η δομή, η κατασκευήη συνάρτηση, η σύσταση, η σύνθεση, η οργάνωση2. (система мыслей, рассуждений) η σύνταξη, η συνοχή, η σύνδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > построение
-
17 блокирование
блокированиес полит ἡ ὁργάνωση συνασπισμού. -
18 кинофикация
кино||фикацияж ἡ ὁργάνωση [-ις] δικτύου κινηματοθεάτρων. -
19 кооперативирование
кооператив||и́рованиес ὁ συνεταιρισμός, ἡ συνεταιρική ὁργάνωση. -
20 массовый
массов||ыйприл μαζικός:\массовыйая организация ἡ μαζική ὁργάνωση [-ις]· \массовыйая песня τό μαζικό τραγοῦδι.
См. также в других словарях:
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
οργάνωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οργανώνω. 2. κατάλληλη διάταξη και καταρτισμός των μερών ενός συνόλου, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργάνωση υπηρεσίας, εκλογικού αγώνα κτλ. 3. οργανωμένο σύνολο, σωματείο: Δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… … Dictionary of Greek
οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… … Dictionary of Greek
ὀργανώσῃ — ὀργανώσηι , ὀργάνωσις organization fem dat sg (epic) ὀργανόω to be organized aor subj mid 2nd sg ὀργανόω to be organized aor subj act 3rd sg ὀργανόω to be organized fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 … Wikipedia
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek