Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οργάνωση

См. также в других словарях:

  • οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οργανώνω. 2. κατάλληλη διάταξη και καταρτισμός των μερών ενός συνόλου, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργάνωση υπηρεσίας, εκλογικού αγώνα κτλ. 3. οργανωμένο σύνολο, σωματείο: Δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • ὀργανώσῃ — ὀργανώσηι , ὀργάνωσις organization fem dat sg (epic) ὀργανόω to be organized aor subj mid 2nd sg ὀργανόω to be organized aor subj act 3rd sg ὀργανόω to be organized fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 …   Wikipedia

  • επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»